- συ(μ)φόρηση
- η1. υπερβολική συσσώρευση αίματος στα αγγεία κάποιου οργάνου: Πέθανε από εγκεφαλική συμφόρηση.2. μτφ., συγκέντρωση πολλών ανθρώπων, έτσι που να μη χωρούν κάπου: Στις ώρες μεγάλης αιχμής παρουσιάζεται στους δρόμους της πόλης μας κυκλοφοριακή συμφόρηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.