συ(μ)φόρηση

συ(μ)φόρηση
η
1. υπερβολική συσσώρευση αίματος στα αγγεία κάποιου οργάνου: Πέθανε από εγκεφαλική συμφόρηση.
2. μτφ., συγκέντρωση πολλών ανθρώπων, έτσι που να μη χωρούν κάπου: Στις ώρες μεγάλης αιχμής παρουσιάζεται στους δρόμους της πόλης μας κυκλοφοριακή συμφόρηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φόρηση — η / φόρησις, ήσεως, ΝΜΑ, και φόρεσις, έσεως, Α [φορῶ] νεοελλ. βιολ. μορφή κοινοβίωσης κατά την οποία ένας οργανισμός μεταφέρεται από έναν άλλον οργανισμό ή και μεταφορικό μέσο χωρίς να υπεισέρχεται παρασιτισμός στη σχέση αυτή, όπως είναι λ.χ. η… …   Dictionary of Greek

  • ἀφορήσῃ — ἀφοράω look away from aor subj mid 2nd sg (attic ionic) ἀφοράω look away from aor subj act 3rd sg (attic ionic) ἀφοράω look away from fut ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἀ̱φορήσῃ , ἀφοράω look away from futperf ind mp 2nd sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλεκτροφόρηση — Μετακίνηση φορτισμένων κολλοειδών σωματιδίων υπό την επίδραση ηλεκτρικού πεδίου· τα θετικά φορτισμένα σωματίδια κατευθύνονται προς το αρνητικό ηλεκτρόδιο και τα αρνητικά φορτισμένα προς το θετικό. Η ταχύτητα μεταφοράς εξαρτάται από τον αριθμό των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”